- ακαμάριαστος
- -η, -οο ακαμάρωτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαμάρωτος — ακαμάρωτος, η, ο και ακαμάριαστος, η, ο 1. αυτός που δεν καμάρωσε, δεν περηφανεύτηκε: Μπήκε στην εκκλησία συλλογισμένη κι ακαμάρωτη. 2. χωρίς καμάρα, θόλο: Η εκκλησία ήταν ακόμη ακαμάρωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)